- ἐμβρωματίζω
- ἐμβρωματίζωtake a mealpres subj act 1st sgἐμβρωματίζωtake a mealpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβρωματίζω — ἐμβρωματίζω (AM) 1. δίνω τροφή, τροφοδοτώ 2. (παθ. και μέσ.) τρώω … Dictionary of Greek
ἐμβρωματιζομένους — ἐμβρωματίζω take a meal pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρωματισθείς — ἐμβρωματίζω take a meal aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρωματίζονται — ἐμβρωματίζω take a meal pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρωματίζων — ἐμβρωματίζω take a meal pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)